celerifer

celerifer
celerìfer m
DEFINICIJA
tehn. preteča bicikla na dva kotača, konstruiran 1790; vozač se odgurava nogama
ETIMOLOGIJA
lat. celer: brz + -fer

Hrvatski jezični portal. 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”